- εκλεπτύνω
- (AM ἐκλεπτύνω)καθιστώ κάτι λεπτό, ελαττώνω το πάχος ή την τραχύτητανεοελλ.καθιστώ κάτι λεπτότερο, πιο ευγενικό, πιο πολιτισμένοαρχ.διυλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλεπτύνω — εκλέπτυνα, εκλεπτύνθηκα, εκλεπτυσμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι λεπτό ή λεπτότερο από όσο ήταν. 2. μτφ., κάνω κάτι κομψότερο και πιο αβρό, το ραφινάρω: Εκλεπτυσμένοι τρόποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλεπτυνθῆναι — ἐκλεπτύνω make very thin aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτυνθῇ — ἐκλεπτύνω make very thin aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτυνθέν — ἐκλεπτύνω make very thin aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτῦναι — ἐκλεπτύνω make very thin aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτύνῃ — ἐκλεπτύ̱νῃ , ἐκλεπτύνω make very thin aor subj mid 2nd sg ἐκλεπτύ̱νῃ , ἐκλεπτύνω make very thin aor subj act 3rd sg ἐκλεπτύ̱νῃ , ἐκλεπτύνω make very thin pres subj mp 2nd sg ἐκλεπτύ̱νῃ , ἐκλεπτύνω make very thin pres ind mp 2nd sg ἐκλεπτύ̱νῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτύνει — ἐκλεπτύ̱νει , ἐκλεπτύνω make very thin aor subj act 3rd sg (epic) ἐκλεπτύ̱νει , ἐκλεπτύνω make very thin pres ind mp 2nd sg ἐκλεπτύ̱νει , ἐκλεπτύνω make very thin pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεπτύνουσι — ἐκλεπτύ̱νουσι , ἐκλεπτύνω make very thin aor subj act 3rd pl (epic) ἐκλεπτύ̱νουσι , ἐκλεπτύνω make very thin pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκλεπτύ̱νουσι , ἐκλεπτύνω make very thin pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφινάρω — Ν 1. (για ουσίες όπως τα έλαια, η ζάχαρη κ.ά.) καθαρίζω από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω 2. μτφ. εκλεπτύνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ραφιναρισμένος, η, ο α) αυτός που έχει υποστεί ραφινάρισμα, φιλτράρισμα, φιλτραρισμένος β) μτφ.… … Dictionary of Greek
ἐκλεπτύνῃς — ἐκλεπτύ̱νῃς , ἐκλεπτύνω make very thin aor subj act 2nd sg ἐκλεπτύ̱νῃς , ἐκλεπτύνω make very thin pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)